-
1 ἐπι-στίλβω
ἐπι-στίλβω, darauf, daran glänzen, Plut. Lys. 28; γυναικὶ δ' ἀεὶ ἡ τοῦ χρώματος ἐπιστίλβει χάρις Luc. Amor. 26.
1 ἐπι-στίλβω
ἐπι-στίλβω, darauf, daran glänzen, Plut. Lys. 28; γυναικὶ δ' ἀεὶ ἡ τοῦ χρώματος ἐπιστίλβει χάρις Luc. Amor. 26.